Δευτέρα 18 Μαΐου 2015

Τον Μάη Δροσουλίτες

Τον Μάη Δροσουλίτες

O Kόκκινος Πύργος,1913, ΤΖΟΡΤΖΙΟ ΝΤΕ ΚΙΡΙΚΟ
Ξημέρωμα 17ης Μαΐου 1828, Σφακιά. Ο πασάς της Κυδωνίας Μουσταφά, με 8.500 άνδρες, επιτίθεται στο Φραγκοκάστελο, που υπό τις διαταγές του Χατζημιχάλη Νταλιάνη, του Ηπειρώτη οπλαρχηγού και των 600 παλικαριών του, ιππέων και πεζών, Κρητικών και μη, αντιστέκεται.

Οι υπερασπιστές του κάστρου και ο «κουζουλός» Νταλιάνης, που «δεν εγροίκα κανένα» και δεν ήθελε να πολεμήσει τον Μουσταφά από τα γύρω βουνά, μάχονται μέχρι θανάτου. Η πολιορκία είναι σκληρή, οι επιτιθέμενοι πολλαπλάσιοι και καλά εξοπλισμένοι, οι υπερασπιστές του κάστρου σύντομα μένουν χωρίς πυρομαχικά. Οσοι πολεμούν στους προμαχώνες πρέπει να μπουν στο καστέλι για να προστατευτούν και ο Χατζημιχάλης επιχειρεί έξοδο, για να τους δώσει χρόνο.
Η προσπάθεια καταστροφική: σφαγιάζονται όλοι, μεταξύ των οποίων και ο αρχηγός. Το σπαθί του σπάει, το άλογό του σκοτώνεται και οι Οθωμανοί πολεμιστές τον κρεουργούν. Το κεφάλι του πηγαίνει τρόπαιο στον Μουσταφά. Η οργή του Τούρκου στρατηγού είναι τεράστια: ήθελε τον πολεμιστή ζωντανό. Αλλά τον είχε προειδοποιήσει τον Νταλιάνη – οι στρατιωτικές επιτυχίες του μαζί με τους Σφακιανούς τον είχαν ενοχλήσει.
Αρχές του μήνα τού έστειλε μήνυμα να φύγει από το νησί. Είχε προσφέρει ανταλλάγματα στους Σφακιανούς για να μείνουν έξω από τον πόλεμό του με τον ξενομερίτη. Κανείς δεν υπάκουσε. Η Κρήτη θα απελευθερωνόταν πάση θυσία, τον όρκο τους δεν θα τον πατούσαν.
Το κάστρο όμως έπεσε στα χέρια των Τούρκων και το τίμημα της μάχης βαρύ: 335 Ελληνες χάθηκαν, μαζί και 800 Οθωμανοί στρατιώτες. Οι τελευταίοι υπερασπιστές το παρέδωσαν τελικά στα χέρια των πολιορκητών στις 24 του μήνα, έπειτα από διαπραγματεύσεις. Οι κατακτητές καταστρέφουν τους πύργους που βλέπουν προς την ξηρά, ώστε να μην μπορέσει κανείς να το χρησιμοποιήσει ξανά, και φεύγουν. Τα σώματα των υπερασπιστών του Φραγκοκάστελου μένουν άταφα μέρες. Η φύση μόνο προνοεί. Σηκώνεται άνεμος δυνατός και φροντίζει γι’ αυτό που δεν μπόρεσαν οι άνθρωποι να κάνουν. Παίρνει την άμμο από τους γύρω λόφους και σκεπάζει σαν σεντόνι τους νεκρούς. Δεν έμελλε να βρουν γαλήνη. Μόνο το σώμα του Νταλιάνη αναπαύεται κάποια στιγμή. Το βρίσκει μια μοναχή και το θάβει στο εκκλησάκι του Αγιου Χαράλαμπου.
Τα χρόνια πέρασαν, η Κρήτη έμενε υπό οθωμανικό ζυγό, αλλά εξακολουθούσε να εξεγείρεται ώσπου να πετύχει το επιθυμητό, χρόνια πολλά μετά. Ποιος να θυμάται τον Χατζημιχάλη Νταλιάνη και τα παλικάρια του; Κι όμως, εκείνοι, φαντάσματα πια, δεν ξέχασαν την άνιση μάχη και το άδικο τέλος. Τις τελευταίες μέρες του Μαΐου και τις πρώτες του Ιουνίου, νωρίς, πολύ νωρίς το πρωί, την ώρα που βγαίνει ο ήλιος, όταν όλοι οι άνεμοι σωπαίνουν και η υγρασία δροσίζει την ατμόσφαιρα, σκιές με τη μορφή ανθρώπων βγαίνουν σεργιάνι. Επί περίπου δέκα λεπτά προχωρούν αργά προς το καστέλι και σιγά σιγά χάνονται στη θάλασσα. Τους είπαν Δροσουλίτες.
Οι θρύλοι λένε πως είναι στρατιά ολόκληρη, πεζοί και καβαλάρηδες, κρατούν όπλα και σπαθιά, έτοιμοι να υπερασπιστούν άλλη μια φορά το κάστρο καθώς προελαύνουν προς την ακτή. Λέγεται ότι, το 1890, απόσπασμα Τούρκων είδε το φαινόμενο και τρόμαξε τόσο ώστε πήρε θέση μάχης. Αλλά και κατά τη γερμανική κατοχή, οι άνδρες γερμανικού αποσπάσματος πίστεψαν πως επρόκειτο για αντάρτες που έκαναν απόβαση και έριξαν με τα πολυβόλα. Τσοπάνηδες επίσης ισχυρίζονται ότι τους είδαν.
Οι επιστημονικές εξηγήσεις μιλούν για οφθαλμαπάτη και αντικατοπτρισμούς, για διάθλαση φωτός που φέρνει εικόνες από στρατιώτες της Λιβύης ή καμηλιέρηδες της ερήμου. Ποιος ξέρει. Κανείς δεν τους έχει φωτογραφίσει, κανείς δεν τους κινηματογράφησε – το δάχτυλο δεν έχει τεθεί εις τον τύπον των ήλων. Το παραδοσιακό τραγούδι όμως δεν αμφιβάλλει:
«Ακόμη και το σήμερο τσι δεκαφτά του Μάη,/ Ούλο τ’ ασκέρι φαίνεται με το Χατζη-Μιχάλη./ Και πολεμούν στα σύγνεφα κι ακούγονται οι μπουρμάδες,/ Φωνές και αλογοπεταλιές στου Καστελιού τσι μπάντες./ Ούλοι οι γι’ αλαφροΐσκιωτοι θωρούσι και τρομάζουν./ Μα κείνοι, ο Θεός σχωρέσιντο, κανένα δεν πειράζουν».